- ηπαταλγία
- ηπόνος στην ηπατική χώρα που οφείλεται σε διάφορες παθήσεις τού ήπατος ή τών χοληφόρων οδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -αλγία < άλγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ηπατ- — και ηπατο ἡπατ και ἡπατο α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό ανάγεται στο ήπαρ* ή στην ηπατική χώρα («ηπαταλγία», «ηπατοκήλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ] … Dictionary of Greek